κακεντρεχής
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
κακεντρεχές, active in mischief, Epich. [259], Plb.22.19.3, Str.7.3.7; κ. τῇ διανοίᾳ Vett.Val.17.5.
German (Pape)
[Seite 1298] ές, arglistig, zum Bösen geneigt; Epicharm. B. A. 105; ἁπλούστατοι καὶ ἥκιστα κακεντρεχεῖς Strab. VII, 301; Pol. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκεντρεχής: -ές, ὁ ἐν κακοῖς ἐντρεχής, δραστήριος εἰς τὸ κακόν, κακός, δόλιος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 105, Πολύβ. ἐν Gall. Vat. (Mai) 2. 414, Στράβ. 301. - Ἐπίρρ. -χῶς, Βασίλ. IV. 865C, Ὠριγέν. VII. 152Β.
Greek Monolingual
ές (AM κακεντρεχής, -ές)
αυτός που αισθάνεται χαρά όταν οι άλλοι δυστυχούν, χαιρέκακος, μοχθηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ἐντρεχής «ικανός, επιδέξιος»].