ἐχιδνώδης

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνώδης Medium diacritics: ἐχιδνώδης Low diacritics: εχιδνώδης Capitals: ΕΧΙΔΝΩΔΗΣ
Transliteration A: echidnṓdēs Transliteration B: echidnōdēs Transliteration C: echidnodis Beta Code: e)xidnw/dhs

English (LSJ)

ἐχιδνῶδες, = ἐχιδνοειδής, Sch.E.Ph.1136.

German (Pape)

[Seite 1126] ες, s. ἐχιδνοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνώδης: -ες, = ἐχιδνοειδής, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1136.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἐχιδνώδης, -ες) έχιδνα
εχιδνοειδής
νεοελλ.
(για τόπους) ο γεμάτος έχιδνες
μσν.
μτφ. δόλιος, κακεντρεχήςἐχιδνώδης Φαραώ», Κ. Μανασσ.).