ἐχεγλωττία
English (LSJ)
ἡ,
A tongue-truce, 'linguistice', coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).
German (Pape)
[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.
Greek Monolingual
ἐχεγλωττία, ἡ (Α)
εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή
η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].