ζατρεφής

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ές, (τρέφω) Ep. Adj.

   A well-fed, fat, goodly, ταύρων ζατρεφέων Il.7.223; Φώκας ζατρεφέας Od.4.451.

German (Pape)

[Seite 1136] ές, wohlgenährt, stark, fett, ταῦρος Il. 6, 223, φῶκαι Od. 4, 451, u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ζατρεφής: -ές, (τρέφω) ἐπ. ἐπίθ., καλῶς τεθραμμένος, παχύς, ταύρων ζατρεφέων Ἰλ. Η. 223 φώκας ζατρεφέας Ὀδ. Δ. 451.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien nourri, robuste.
Étymologie: ζα-, τρέφω.

English (Autenrieth)

ές (τρέφω): highly fed, fat, sleek.

Greek Monolingual

ζατρεφής, -ές (Α)
καλοθρεμμένος, παχύς («ταύρων ζατρεφέων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. αρτι-τρεφής, πολυ-τρεφής].