ζηλόφθονος

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ζηλόφτονος, -η, -ο
ζηλιάρης, φθονερός, ζηλότυπος.
επίρρ...
ζηλοφθόνως και ζηλόφθονα
με ζηλοφθονία, φθονερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + φθόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].