ζούρα

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
η
1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα
2. καχεξία, μαρασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ' άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω].———————— (II)
ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ)
1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση
2. τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura].