ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α)(ποιητ. τ. του ημερήσιος)1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.)2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, -τος «μέρα»].