ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο-κόπος, ξυλο-κόπος.