ἠριγέρων

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

οντος, ὁ,

   A early-old, name of groundsel, from its hoary down, Senecio vulgaris, Thphr.HP7.7.1, Dsc.4.96.

German (Pape)

[Seite 1176] οντος, ὁ, eigtl. früh oder im Frühling greis werdend, eine graue Saamenkrone bekommend, eine Pflanze, erigeron, senecio, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἠριγέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἐνωρὶς γηράσας, ὄνομα βοτάνης, ἐκ τοῦ πολιοῦ χνοῦ, ὅν ἔχει ἐν τῷ σπόρῳ, Λατ. senecio, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 1. Διοσκ. 4. 97.

Greek Monolingual

ἠριγέρων, ό (Α)
(για βότανο με άσπρο χνούδι) αυτός που γέρασε νωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + γέρων.