ἠριγέρων

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρῐγέρων Medium diacritics: ἠριγέρων Low diacritics: ηριγέρων Capitals: ΗΡΙΓΕΡΩΝ
Transliteration A: ērigérōn Transliteration B: ērigerōn Transliteration C: irigeron Beta Code: h)rige/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, early-old, name of groundsel, from its hoary down, Senecio vulgaris, Thphr. HP 7.7.1, Dsc.4.96.

German (Pape)

[Seite 1176] οντος, ὁ, eigtl. früh oder im Frühling greis werdend, eine graue Saamenkrone bekommend, eine Pflanze, erigeron, senecio, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἠριγέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἐνωρὶς γηράσας, ὄνομα βοτάνης, ἐκ τοῦ πολιοῦ χνοῦ, ὅν ἔχει ἐν τῷ σπόρῳ, Λατ. senecio, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 1. Διοσκ. 4. 97.

Greek Monolingual

ἠριγέρων, ό (Α)
(για βότανο με άσπρο χνούδι) αυτός που γέρασε νωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + γέρων.