θαλασσόχρους
Greek Monolingual
-ουν (Μ θαλασσόχρους, -ουν και -οος, -οον)
ο θαλασσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελάγ-χρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος].
-ουν (Μ θαλασσόχρους, -ουν και -οος, -οον)
ο θαλασσόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελάγ-χρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος].