θαμπός1. γίνομαι θαμπός, θαμπώνω2. (για τη νύχτα) σκοτεινιάζω3. (για κρασί) είμαι λίγο θολός («τα νέα κρασιά θαμπίζουν ώσπου να πιάσει το κρύο).