θεατροκόπος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A courting applause, Ptol.Tetr.165:

German (Pape)

[Seite 1190] um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτροκόπος: -ον, ἐπιδιώκων ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 231· πρβλ. δημοκόπος· - ἐντεῦθεν, -κοπέω, ἐπιδιώκω ἐπευφημίας διά τι πρᾶγμα, ὕμνους, ᾄδων ὕμνους, Χρησμ. Σιβ. 5. 141 (ἔνθα τὸ θεα- εἶνε μία συλλαβὴ κατὰ συνίζησιν)· καὶ -κοπία, ἡ, ἐπιδίωξις ἐπευφημίας, Ἀρτεμίδ. 2. 75· πρβλ. θεατροσκοπία.

Greek Monolingual

θεατροκόπος, -ον (Α)
αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος. ξυλο-κόπος.