θέωση

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ θέωσις) θεώ
το να καταστεί κάποιος ή κάτι θεϊκό, να μετάσχει στην ουσία του θεού («τὴν θέωσιν τῆς σαρκὸς γενέσθαι δοξάζομεν» — πιστεύουμε ότι η σάρκα η ανθρώπινη μετέσχε της θεϊκής ουσίας, ενώ ο θεός είναι πνεύμα, Δαμασκ.).