θοινοδοτῶ, -έω (Α)επιγρ. θοινώ, παρέχω συμπόσιο, προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + -δοτώ < -δοτης < δίδωμι (πρβλ. μισθο-δοτώ, πλειο-δοτώ)].