θοινοδοτώ

From LSJ

τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge

Source

Greek Monolingual

θοινοδοτῶ, -έω (Α)
επιγρ. θοινώ, παρέχω συμπόσιο, προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + -δοτώ < -δοτης < δίδωμι (πρβλ. μισθοδοτώ, πλειοδοτώ)].