θοινοδοτώ

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

θοινοδοτῶ, -έω (Α)
επιγρ. θοινώ, παρέχω συμπόσιο, προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + -δοτώ < -δοτης < δίδωμι (πρβλ. μισθοδοτώ, πλειοδοτώ)].