θυλάκιο

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α θυλάκιον)
μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι
νεοελλ.
1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων
2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών οργάνων του σώματος
αρχ.
η θήκη του σπέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κελύφ-ιον, ωτ-ίον)].