θωρακογράφος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ιατρ. όργανο για την καταγραφή τών κινήσεων και του περιγράμματος του θώρακα κατά την αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracograph < thoraco- (πρβλ. θώραξ) + -graph (πρβλ. -γράφος < γράφω)].