θωρακογράφος

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. όργανο για την καταγραφή τών κινήσεων και του περιγράμματος του θώρακα κατά την αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracograph < thoraco- (πρβλ. θώραξ) + -graph (πρβλ. -γράφος < γράφω)].