θηρολέξης

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A word-chaser, Hsch.

Greek Monolingual

θηρολέξης και διάφ. γρφ. θηρολέκτης, ὁ (Α)
αυτός που συλλέγει λέξεις, λεξιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -λέξης (< λέξις), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].