ἰξίας

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ου, ὁ,= χαμαιλέων μέλας,

   A chamaeleon-thistle, Cardopatium corymbiferum., Dsc.3.9, Alex.21, Gal.14.140.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, eine Pflanze, mit giftigem Safte, = ἰξία 2, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξίας: -ου, ὁ, δηλητηριῶδές τι φυτόν, ὅπερ «ἐν τῷ πίνεσθαι οἷόν τι ὠκίμῳ κατὰ τὴν ὀσμὴν καὶ κατὰ τὴν γεῦσιν ἐμφαίνει· ἐπιφέρει δὲ γλώσσης φλεγμονὰς» κτλ. Διοσκ. περὶ Δηλητηρίων Φαρμάκων 21, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

ἰξίας, ὁ (Α) ιξία
το δηλητηριώδες φυτό χαμαιλέων ο μέγας.