ἰοβάπτης

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ,

   A violet-dyer, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, der Violetfärber.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβάπτης: -ου, ὁ, ὁ βαφεὺς ὅστις βάπτει μὲ χρῶμα τοῦ ἴου, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἰοβάπτης, ὁ (Α)
βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχο-βάπτης.