ἱππογέρανοι

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

οἱ,

   A crane-cavalry, Luc.VH1.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
cavaliers montés sur des grues.
Étymologie: ἵππος, γέρανος.

Greek Monolingual

ἱππογέρανοι, οί (Α)
ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους.