ιπποβάμων
Greek Monolingual
ἱποβάμων, -ονος, ὁ (Α)
1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «ρήματα ἱπποβάμονα» — πομπώδεις φράσεις, μεγαλοστομίες (Αριστοφ.)
β) «στρατός ἱπποβάμων» — για τους κενταύρους (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, λεοντο-βάμων].