ἱπποβάμων

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβᾱ́μων Medium diacritics: ἱπποβάμων Low diacritics: ιπποβάμων Capitals: ΙΠΠΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: hippobámōn Transliteration B: hippobamōn Transliteration C: ippovamon Beta Code: i(ppoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, (βαίνω)
A going on horseback, equestrian, Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν A.Pr.805; στρατὸς ἱπποβάμον, of centaurs, S.Tr.1095.
2 trotting like a horse, or used for riding, κάμηλοι A.Supp.284 (cj. Turneb.).
3 metaph., ῥήματα ἱπποβάμονα = high-paced words, bombast, fustian, Ar.Ra.821.

German (Pape)

[Seite 1259] ονος, 11 zu Roß einherziehend, στρατός Aesch. Prom. 807; von den Centauren, Soph. Tr. 1085; auch ἱπποβάμοσι καμήλοις, die wie die Pferde gehen, traben, Aesch. Suppl. 281. – 2) übertr., hochtrabend, ῥήματα Ar. Ran. 821.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui s'avance à cheval;
2 qui s'avance (à la fois homme et) cheval (Centaure);
3 qui s'avance rapide comme un cheval.
Étymologie: ἵππος, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ)
1 сидящий на коне, конный (Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.): διφυής τ᾽ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. двуобразное дикое конное полчище, т. е. Κένταυροι;
2 используемый как конь, верховой (κάμηλος Aesch.);
3 перен. гордо гарцующий, т. е. высокопарный, напыщенный (ῥήματα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβάμων: ᾱ, ον, γεν. ονος, (βαίνω) ὁ βαίνων ἐπὶ ἵππου, ἱππικός, ἔφιππος, στρατὸν Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα Αἰσχύλ. Πρ. 805· ἐπὶ τῶν κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095. 2) τρέχων ὡς ἵππος ἢ χρησιμεύων πρὸς ἵππευσιν, κάμηλος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 284 (ἴδε Ἕρμαννον). 3) μεταφ., ῥήματα ἱππ., μεγάλαι, πομπώδεις λέξεις, ὡς τὸ Λατ. equestris oratio, Ἀριστοφ. Βάτρ. 821.

Greek Monolingual

ἱποβάμων, -ονος, ὁ (Α)
1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «ρήματα ἱπποβάμονα» — πομπώδεις φράσεις, μεγαλοστομίες (Αριστοφ.)
β) «στρατός ἱπποβάμων» — για τους κενταύρους (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, λεοντοβάμων].

Greek Monotonic

ἱπποβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος (βαίνω
1. αυτός που επιβαίνει σε άλογο, ιππέας, αναβάτης, καβαλάρης, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. μεταφ., ῥήματα ἱπποβάμονα, μεγαλόστομες, πομπώδεις λέξεις, μεγαλοστομίες, όπως Λατ. equestris oratio, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἱππο-βά¯μων, ονος, βαίνω
1. going on horseback, equestrian, Aesch., Soph.
2. metaph., ῥήματα ἱππ. great high-paced words, bombast, Ar.

English (Woodhouse)

mounted, bestriding a horse, on horseback

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)