ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ)είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ἑλιγμόςαξίζει να σημειωθεί η απουσία της δασύτητας του ἑλιγμός στο σύνθ.].