ἱπποβοσκός

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

όν, (βόσκω)

   A feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Gloss.

German (Pape)

[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

Greek Monolingual

ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].

Greek Monolingual

ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.