(Α ἰσοζυγῶ, -έω) ισόζυγοςκάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο κατά το βάρος, ισοζυγίζωνεοελλ.έχω το ίδιο βάρος, ισορροπώ, αντιστοιχώ με κάποιον άλλο2. βρίσκομαι σε οικονομική ισορροπία, έχω ισοζύγιο.