οκαλόγερος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. ονομαστικής αντί καλόγεροςη κατάλ. -ας αντί -ος από την ονομαστική πληθ. οι καλογέροι υποχωρητικά κατά τα σχήμα οι κοράκοι - ο κόρακας].