κανιβαλισμός
Greek Monolingual
και καννιβαλισμός, ο κανίβαλος
1. ανθρωποφαγία
2. μτφ. απανθρωπιά, βαρβαρότητα
3. συμπεριφορά που αρμόζει σε κανιβάλους, βαρβαρότητα, θηριωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cannibalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].