κανιβαλισμός

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και καννιβαλισμός, ο κανίβαλος
1. ανθρωποφαγία
2. μτφ. απανθρωπιά, βαρβαρότητα
3. συμπεριφορά που αρμόζει σε κανιβάλους, βαρβαρότητα, θηριωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cannibalisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].