θηριωδία

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρῐωδία Medium diacritics: θηριωδία Low diacritics: θηριωδία Capitals: ΘΗΡΙΩΔΙΑ
Transliteration A: thēriōdía Transliteration B: thēriōdia Transliteration C: thiriodia Beta Code: qhriwdi/a

English (LSJ)

ἡ, = θηριότης, v.l. in Arist.EN1145a24, cf. Sch.E.Or.518 (written θηριώδεια Asp.in EN130.7).

German (Pape)

[Seite 1210] ἡ, = θηριότης, Sp. Bei Ar. Eth. 7, 1, 2 ist die bessere Lesart θηριώδει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
férocité, bestialité.
Étymologie: θηριώδης.

Russian (Dvoretsky)

θηριωδία: ἡ, v.l. θηριώδει Arst. = θηριῶδες.

Greek (Liddell-Scott)

θηριωδία: ἡ, = θηριότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2 (Bekk. θηριώδει).

Greek Monolingual

η (ΑΜ θηριωδία) θηριώδης
σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία.

Greek Monotonic

θηρῐωδία: ἡ, = θηριότης, σε Αριστ.

Middle Liddell

θηριωδία, ἡ, = θηριότης, Arist.]