η1. άνυδρο θειικό υποξείδιο του σιδήρου, χημική ουσία που χρησιμοποιείται ως μαύρη βαφή2. κάθε μαύρη βαφή ή καθετί που είναι κατάμαυρο («μαλλιά καραμπογιά»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. του τουρκ. kara-boya].