καταβάτης

Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who dismounts and fights on foot, Pl.Criti.119b.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, ein Wagenkämpfer, der auch absteigt u. zu Fuße kämpft, Plat. Critia. 119 b; Hesych. erkl. ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἀποβάτης. S. auch καταιβάτης.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάτης: βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος πεζῇ, Πλάτ. Κριτίας 119Β.

Greek Monolingual

καταβάτης, ὁ (Α) καταβαίνω
1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.)
2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.).