κατασκευασμάτιον

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Hero.Spir.1.7.

German (Pape)

[Seite 1378] τό, kleines Geräth, Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευασμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κατασκεύασμα, μικρὸν σκεῦος, κ. πρὸς τὸ οἰνοχοεῖν χρήσιμον Ἥρων ἐν Math. Vett. 160.

Greek Monolingual

κατασκευασμάτιον, τὸ (Α)
μικρό σκεύος ή αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασκεύασμα, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. καλάθ-ιον, προβλημάτ-ιον)].