καταρριζῶ, -όω (Α)1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά2. στερεώνω3. παθ. καταρριζοῡμαι, -όομαια) αποκτώ ρίζεςβ) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης»).