κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
καταρριζῶ, -όω (Α)1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά2. στερεώνω3. παθ. καταρριζοῦμαι, -όομαια) αποκτώ ρίζεςβ) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης»).