καταρριζώ
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
καταρριζῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά
2. στερεώνω
3. παθ. καταρριζοῦμαι, -όομαι
α) αποκτώ ρίζες
β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης»).