καταρριζώ

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

καταρριζῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά
2. στερεώνω
3. παθ. καταρριζοῦμαι, -όομαι
α) αποκτώ ρίζες
β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης»).