κατάστεμα

Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

English (LSJ)

τό, late form of κατάστημα (q.v.).

Greek Monolingual

κατάστεμα, τὸ (Α)
(μτγν. τ. του κατάστημα) κατάσταση, διάθεση ψυχική («εἰς κατάστεμα μανίας ἀγηοχώς» — αφού περιήλθε σε ψυχική διάθεση μανίας, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετγν. τ. του κατάστημα].