κατερεθίζω
German (Pape)
[Seite 1397] verstärktes simpl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατερεθίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐρεθίζω, Κύριλλ.
Greek Monolingual
κατερεθίζω (Α)
(επιτ. τ. του ερεθίζω)
1. παροργίζω, εξερεθίζω, υποκινώ
2. εκνευρίζω, εξάπτω.
[Seite 1397] verstärktes simpl., Sp.
κατερεθίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐρεθίζω, Κύριλλ.
κατερεθίζω (Α)
(επιτ. τ. του ερεθίζω)
1. παροργίζω, εξερεθίζω, υποκινώ
2. εκνευρίζω, εξάπτω.