κεγχριαῑος, -ία, -ον (Α)ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῑος (πρβλ. κολοσσ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].