Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η (ΑΜ κεραυνοβόλησις) κεραυνοβολώτο χτύπημα με κεραυνόνεοελλ.1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση.