ηκεντρική πηγή απ' όπου ρέει άφθονο νερό, νερομάνα, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρυση (< βρύση), πρβλ. κρυσταλλό-βρυση].