κεφαλόβρυσο

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

το
κεφαλόβρυση, κεφαλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. του κεφαλόβρυση, με αλλαγή γένους].