κεφαλόβρυση

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

η
κεντρική πηγή απ' όπου ρέει άφθονο νερό, νερομάνα, κεφαλάρι, κεφαλόβρυσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρυση (< βρύση), πρβλ. κρυσταλλόβρυση].