κεγχροφόρος

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A bearing millet, Str.5.1.12.

German (Pape)

[Seite 1410] Hirse tragend, vom Lande, Strab. V, 218.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροφόρος: ὁ, φέρων κέγχρον, παράγων κεχρί, Στράβ. 218.

Greek Monolingual

κεγχροφόρος, -ον (Α)
αυτός που παράγει κεχρί («ἔστι δὲ καὶ κεγχροφόρος διαφερόντως διὰ τὴν εὐυδρίαν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αρτο-φόρος, σκευο-φόρος.