κητοφόνος

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ον,

   A killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.

German (Pape)

[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.

Greek (Liddell-Scott)

κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολο-φόνος, τυραννο-φόνος.