κεφαλαλγικός

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from headache, Hp.Coac.283; inclined to headache, Gal.6.438, 15.125.    II causing headache, Diocl.Fr.126, Gal.17(2).754.    III τὰ κ. symptoms of headache, Hp.Prorrh.1.103.

German (Pape)

[Seite 1428] ή, όν, zum Kopfschmerze gehörig, geneigt, Galen.; – Kopfschmerz verursachend, Ath. I, 26 c II, 53 e.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς κεφαλαλγίαν, Γαλην. τ. 6. σ. 438, 5. ΙΙ. ἐπιφέρων κεφαλαλγίαν, Γαλην. παρ᾿ Ἀθην. 26C, 53Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, -ή, -όν) κεφαλαλγής
ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ' ὑπέρ τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον, κεφαλαλγικός», Γαλ.
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεφαλαλγικά
τα συμπτώματα της κεφαλαλγίας.