κισσοφορία

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ,

   A wearing of ivy-wreaths, in pl., IG12 (2).484.5 (Mytil.).

Greek Monolingual

κισσοφορία, ἡ (Α) κισσοφορώ
1. το να φέρει κάποιος κισσό
2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό.