κλεφτόπουλο

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, θηλ. κλεφτοπούλα
(επί τουρκοκρατίας) νεαρός κλέφτης που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές καπετάνιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -πουλο (πρβλ. αρχοντό-πουλο, βασιλό-πουλο)].