κλεφτόπουλο
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
το, θηλ. κλεφτοπούλα
(επί τουρκοκρατίας) νεαρός κλέφτης που πολεμούσε κάτω από τις διαταγές καπετάνιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -πουλο (πρβλ. αρχοντόπουλο, βασιλόπουλο)].