κλονισμός

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) κλονίζω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλονίζω, κούνημα, τράνταγμα
2. μτφ. διαταραχή, διασάλευσηκλονισμός της υγείας»)
2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών συσπάσεων
μσν.
ταραχή, στενοχώρια, συγκίνηση.